-
1 δειδίσσομαι
δειδίσσομαι, – δεδίσσομαι, 1) transit., in Furcht setzen, Einen erschrecken; auch = versuchen, Einen zu erschrecken: τίη δειδίσσεαι αὔτως Ἀργείους Iliad. 13, 810, μηδέ τί πω δειδίσσεο λαόν 4, 184, χερσὶ δὲ μή τί με πάγχυ κακὸν ἃς δειδισσέσϑω 15, 196, ὥς ῥα τὸν οὐκ ἐδύναντο δύω Αἴαντε Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασϑαι 18, 164, Πηλείδη, μὴ δή μ' ἐπέεσσί γε νηπύτιον ἃς ἔλπεο δειδίξεσϑαι 20, 201. 432; ohne Object, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, wohl Tmesis, Iliad. 12, 52. – 2) intransit., erschreckt werden, fürchten: Iliad. 2, 190 οὔ σε ἔοικε κακὸν ἃς δειδίσσεσϑαι. – Vgl. δεδίσσομαι.
-
2 δειδίσσομαι
Aἐδεδίσκετο Ar.Lys. 564
: [tense] fut.- ίξομαι Il.20.201
: [tense] aor. 1 inf. δειδίξασθαι (v. infr.),δεδίξασθαι Hsch.
; part.δεδιξάμενος D.19.291
:—causal of δείδω, frighten, alarm,μὴ.. δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.4.184
, cf. 13.810, Pl. Phdr. 245b, Luc.Bis Acc.7, etc.;μὴ δή μ' ἐπέεσσι.. ἔλπεο δειδίξεσθαι Il.20.201
, cf. Hes.Sc. 111; Ἕκτορα.. ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him away from the corpse, Il.18.164 (in 2.190 οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι it may be taken in either sense, cf. 15.196): c. inf.,φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο Theoc.25.74
, D.19.291, Prooem.43, D.H.1.71, al.; cf.δεδίσκομαι 11
.II intr., fear, ἢν ἡ γυνὴ.. δειδίσσηται (v.l. διδ-) Hp.Mul.1.25;μὴ.. λίην δειδίσσεο θυμῷ A.R. 2.1219
, cf. Plu. Dio57: c. acc., to be afraid of, Orph.A.56, etc.: [tense] aor.δειδισάμενος App.BC5.79
;τὴν αὐγήν Aret.CA1.1
;τὸν ἄνδρα Luc. Sol.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειδίσσομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий